Νέα έρευνα από τις ΗΠΑ για τη διατροφή έρχεται να συνδέσει την μειωμένη κατανάλωση πρωτεΐνης με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Επιστήμονες από το Ινστιτούτο Francis Crick των ΗΠΑ πραγματοποίησαν μελέτη με στόχο την βέλτιστη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η διατροφή μπορεί να επηρεάσει το προσδόκιμο ζωής. Για τις ανάγκες της έρευνας μελέτησαν μύγες των φρούτων (Drosophila melanogaster) οι οποίες εμφανίζουν πολλά κοινά γενετικά στοιχεία με τους ανθρώπους ενώ το γεγονός ότι ο κύκλος ζωής τους ολοκληρώνεται μέσα σε δύο με τρεις μήνες τις αναδεικνύει σε ιδανικό μοντέλο μελέτης του προσδόκιμου ζωής.
Τα δεδομένα τα οποία συγκέντρωσαν οδήγησαν στη διαπίστωση πως οι μύγες οι οποίες μεγάλωσαν ακολουθώντας μία διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες ειδικά στα πρώτα στάδια της ζωής τους κατόρθωσαν να ζήσουν το διπλάσιο χρόνο από ότι εκείνες που είχαν κάνει την κλασική διατροφή από την αρχή της ζωής τους.
Επάνω σε αυτή τη διαπίστωση ο Άλεξ Γκουλντ συγγραφέας της εν λόγω μελέτης σχολίασε: «Υπάρχουν αποδείξεις από ανθρώπους και άλλα θηλαστικά ότι η μητρική διατροφή μπορεί να τροποποιήσει τον κίνδυνο των απογόνων να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη μετέπειτα στη ζωή τους, αλλά οι υποκείμενες γενετικές διαδικασίες αυτή της επίδρασης δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί». Ωστόσο δεν παρέλειψε να τονίσει το γεγονός πως η έρευνα αφορά στις μύγες των φρούτων και όχι στους ανθρώπους και κατά συνέπεια τα αποτελέσματα δεν θα μπορούσαν ποτέ σύσταση διατροφής για τις μέλλουσες μητέρες.
Η επιρροή της κατανάλωσης πρωτεΐνης φάνηκε στο γεγονός ότι οι ενήλικες μύγες απελευθέρωναν τοξικά λιπίδια από το δέρμα τους τα οποία μείωναν το προσδόκιμο της ζωής τους. Στην περίπτωση που η μύγα είχε μία φτωχότερη σε πρωτεΐνες διατροφή στα πρώτα στάδια της ζωής της τα λιπίδια ήταν λιγότερο τοξικά.
Αναφορικά με τη συγκεκριμένη διαπίστωση και το συσχετισμό της με τον άνθρωπο ο Δρ. Γκουλντ ανέφερε: “Όπως οι μύγες των φρούτων, έτσι και οι άνθρωποι παράγουν δερματικά λιπίδια που ενυδατώνουν και προστατεύουν το δέρμα από τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Αλλά μπορούν επίσης να είναι επιβλαβείς επειδή αλληλεπιδρούν με το ηλιακό φως και άλλους στρεσογόνους παράγοντες του περιβάλλοντος για να παράγουν επιβλαβείς χημικές ουσίες που επιταχύνουν τα σημάδια της γήρανσης».
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications.