Μπορεί να απολαμβάνουμε τη Βότκα συχνά, όμως, πόσο καλά γνωρίζουμε την ιστορία, την ουσία και την απαραίτητη συνοδεία της;
Για την πατρότητά της ερίζουν μέχρι και σήμερα δύο χώρες η Ρωσία και η Πολωνία με το απόσταγμα να κάνει την πρώτη εμφάνισή του κάπου ανάμεσα στον 8ο και στον 9ο αι. μ.Χ.. Όπως και τα περισσότερα αποστάγματα τη αρχική χρήση της ήταν φαρμακευτική και καλλωπιστική ενώ αρκετές φορές συνδυαζόταν με φρούτα, βότανα και μπαχαρικά προκειμένου να αποκτήσει πιο απαλή γεύση.
Στα πολωνικά η ονομασία της «wodka» σημαίνει νερό και το πιθανότερο είναι πως συνδέεται με τη διαυγή, κρυστάλλινη όψη της. Παράγεται από σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη και πατάτα. Μέσα από ζύμωση και απόσταξη προκύπτει το πρώτο απόσταγμα το οποίο έχει περιεκτικότητα σε αλκοόλ που αγγίζει ακόμα και το 92%. Οι διαδοχικές αποστάξεις έχουν ως αποτέλεσμα μία αλκοολική περιεκτικότητα που αγγίζει το 98%. Το καθαρό απόσταγμα στη συνέχεια ενώνεται με το νερό κάποιας διάσημης πηγής με αποτέλεσμα η περιεκτικότητα σε αλκοόλ να φτάσει το 40%.
Αναλόγως με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της βότκας προκύπτει και το αντίστοιχο άρωμα και γεύση, με την πατάτα να δίνει ένα πιο γλυκό αποτέλεσμα και το κριθάρι να προσδίδει μία διακριτικότητα.
Εάν επιχειρήσουμε μία κατηγοριοποίηση θα μπορούσαμε να πούμε πως η βότκα ανατολικής παραγωγής (Ρωσία, Πολωνία) είναι η αυθεντική και η πιο έντονη την οποία είναι προτιμότερο να απολαμβάνουμε σκέτη ενώ η βότκα δυτικής παραγωγής (Γαλλία) έχει πιο απαλή γεύση και είναι περισσότερο εύχρηστη σε κοκτέιλς. Η Premium βότκα είναι πολλαπλής απόσταξης με στόχο τη μεγαλύτερη καθαρότητα με το κόστος βέβαια να αυξάνεται ανάλογα ενώ οι αρωματισμένες είναι εκείνες που περιέχουν αρώματα φρούτων, μπαχαρικών ή εκχυλίσματα από βότανα.
Ιδανικά μπορούμε να απολαύσουμε τη βότκα παγωμένη μέχρι και στους -18 βαθμούς Κελσίου και σε μικρά γυάλινα ποτηράκια συνοδεύοντάς της με εδέσματα όπως το χαβιάρι, το τουρσί, τα πικάντικα τυριά, τα καπνιστά ψάρια και τα καυτερά fingerfood.